κακόπνους

κακόπνους
κακόπνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που αναπνέει με δυσκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -πνους (< πνοή < πνέω), πρβλ. βραδύ-πνους, ηδύ-πνους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

  • κακόπνοια — κακόπνοια, ἡ (Α) [κακόπνους] κακή αναπνοή, δυσκολία στην αναπνοή …   Dictionary of Greek

  • κακόπνοος — κακόπνοος, οον (Α) βλ. κακόπνους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”